- χρησιμοθηρία
- η, Ν1. η επιδίωξη τού ατομικώς ωφέλιμου2. (φιλοσ.) ηθική θεωρία σύμφωνα με την οποία αγαθό είναι μόνον ό,τι είναι ωφέλιμο, αλλ. ωφελιμισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησιμοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Καζάζη].
Dictionary of Greek. 2013.