χρησιμοθηρία

χρησιμοθηρία
η, Ν
1. η επιδίωξη τού ατομικώς ωφέλιμου
2. (φιλοσ.) ηθική θεωρία σύμφωνα με την οποία αγαθό είναι μόνον ό,τι είναι ωφέλιμο, αλλ. ωφελιμισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησιμοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Καζάζη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρησιμοθηρία — η 1. το να επιδιώκει κανείς το χρήσιμο. 2. ωφελιμισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρησιμοθηρικός — ή, ό, Ν [χρησιμοθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρησιμοθηρία και στον χρησιμοθήρα. επίρρ... χρησιμοθηρικώς και χρησιμοθηρικά Ν με χρησιμοθηρικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χρησιμοκρατία — η, Ν χρησιμοθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. φαυλο κρατία, ωφελιμο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • χρησιμοθηρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρησιμοθηρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρησιμοκρατία — η χρησιμοθηρία, ωφελιμισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”